- δέος
- τὸ δέος, δέους страх
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
δέος — fear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek
δέος — το τα αισθήματα φόβου και ανησυχίας που συνοδεύουν το θαυμασμό μας για κάτι που είναι πέρα από τις πνευματικές ή σωματικές μας δυνάμεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. — ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος. См. Где страх, тут и благочестие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δέη — δέος fear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δέος fear neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖος — δέος fear neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείους — δέος fear neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείων — δέος fear neut gen pl (doric) δέω 2 lack fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῶν — δέος fear neut gen pl (attic epic doric) δέω 2 lack fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέεος — δέος fear neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)